- αὐλητικούς
- αὐλητικόςofmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σακάδας — Αυλωδός από το Άργος, που, κατά τον Παυσανία, νίκησε τρεις φορές στους αυλητικούς αγώνες των Πυθίων. Είχε γίνει πολύ γνωστός με τη σύνθεση του Πυθικός νόμος, που περιέγραφε τη μάχη του θεού Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Σ’ αυτόν αποδίδεται… … Dictionary of Greek